Νίκος Χατζηανδρέου - Επιχείρηση «αγρότης» με άρωμα λεβάντας


Αφησε το σπίτι του στην Αθήνα και στρωμένη καριέρα ως σύμβουλος σε πολυεθνική και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νάξο για να ασχοληθεί με τη βιολογική καλλιέργεια αρωματικών φυτών. 
Ο κ. Νίκος Χατζηανδρέου μετέτρεψε μια κακοτράχαλη πλαγιά του χωριού Σαγκρί σε καλλιεργήσιμα οικόπεδα συνολικής έκτασης 12 στρεμμάτων, φύτεψε μελισσόχορτο, θυμάρι, λεβάντα και φασκόμηλο, και «παλεύει» με τη γραφειοκρατία για να στήσει μια γεωργική επιχείρηση που θα παράγει, θα μεταποιεί και θα συσκευάζει τα προϊόντα της χωρίς τη βοήθεια μεσαζόντων.


«Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι κάτοικοι μεγάλων πόλεων μετακομίζουν στην περιφέρεια για να ασχοληθούν με τη γη. Λίγο η κρίση, λίγο η επιθυμία τους να αλλάξουν τρόπο ζωής, αξιοποιούν τα κτήματα που τους ανήκουν ή αναζητούν κατάλληλες εκτάσεις και γίνονται γεωργικοί επιχειρηματίες» εξηγεί ο γεωπόνος Νίκος Θυμάκης. Στην περίπτωση του κ. Χατζηανδρέου, η απόφαση για μια ριζική αλλαγή στη ζωή του υπήρξε καθοριστική. «Ηθελα να φύγω από την Αθήνα για να ζήσω καλύτερα, να κάνω αυτό που όλοι συζητάμε στις παρέες μας, αλλά ελάχιστοι τολμούν. Κοιτώντας πίσω, διαπιστώνω ότι επέλεξα σωστά».

Η ιδέα για την ενασχόλησή του με την καλλιέργεια αρωματικών φυτών γεννήθηκε το φθινόπωρο του 2009. «Είχα κάποια κτήματα στο νησί και ήθελα να τα αξιοποιήσω. Τον Οκτώβριο άρχισα να διαβάζω για τα αρωματικά φυτά και στις αρχές του 2010 είχα στα χέρια μου την πρώτη μελέτη». Λίγους μήνες αργότερα, έγιναν οι πρώτες φυτεύσεις. «Ξεκινήσαμε με μελισσόχορτο, που έχει ήδη δώσει την πρώτη σοδειά. Τον περασμένο Μάιο βάλαμε τα υπόλοιπα σπορόφυτα, αλλά ακόμα είμαστε σε πειραματικό στάδιο. Δεν είμαστε στο επίπεδο που θέλουμε για να βγούμε στην αγορά, δεν έχουμε την απαιτούμενη τεχνογνωσία».

Σκοπός του είναι η δημιουργία μιας επιχείρησης που θα φτάνει την παραγωγή της σε δευτερογενές επίπεδο. «Αυτή είναι, άλλωστε, και η αξία των αρωματικών φυτών. Μπορείς απλώς να πουλάς αποξηραμένα βότανα, αλλά η μετατροπή τους σε αιθέρια έλαια, εκχυλίσματα, βάμματα και άλλα προϊόντα παρουσιάζει μεγαλύτερο οικονομικό ενδιαφέρον». Μια επιχείρηση που σκοπεύει να διεκδικήσει -μικρό έστω- μερίδιο στην αγορά πρέπει να ξεκινήσει με καλλιέργειες τουλάχιστον 20 στρεμμάτων. «Μιλάμε βέβαια μόνο για παραγωγή. Για κάτι μεγαλύτερο, με εγκαταστάσεις μεταποίησης και συσκευασίας, μπορεί να χρειαστούν και 70 στρέμματα».

Τα σπορόφυτα κοστίζουν ελάχιστα και πωλούνται σε φυτώρια όλης της χώρας. Τα περισσότερα χρήματα δίνονται για τις περιφράξεις, την άρδευση και τις εργασίες βελτίωσης του εδάφους. «Η βιολογική καλλιέργεια έχει περισσότερα έξοδα, αλλά και σαφώς καλύτερη ποιότητα. Παίζουν βέβαια ρόλο και οι συνθήκες, το κλίμα, τα καιρικά φαινόμενα. Οταν ξεκινάς, δεν μπορείς να υπολογίσεις με ακρίβεια το ύψος της επένδυσης, αλλά είναι εφικτό να το προσεγγίσεις μέσω της μελέτης σκοπιμότητας».

Η μελέτη «βάζει στο τραπέζι» όλα τα πιθανά σενάρια και ο γεωργικός επιχειρηματίας επιλέγει αυτό που ταιριάζει στις επιθυμίες και... στην τσέπη του. «Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται υπομονή, να ξέρεις ότι τον πρώτο χρόνο δεν θα βγάλεις χρήματα. Οι επενδύσεις αυτού του είδους δεν προσφέρονται για εύκολο και γρήγορο κέρδος. Αλλά με μεθοδικότητα, δουλειά και συνεχή επαφή με την αγορά, ακόμα και οι αρχικές απώλειες περιορίζονται. Το πιο δύσκολο κομμάτι για έναν αστό που αποφασίζει να ασχοληθεί με τη γη είναι να τα βάλει με τη γραφειοκρατία» λέει ο κ. Θυμάκης.


Τα εμπόδια

Πριν από λίγο καιρό, ο κ. Χατζηανδρέου προσπάθησε να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα του υπουργείου Περιβάλλοντος, για να τονώσει οικονομικά και να επεκτείνει την επιχείρησή του. «Πληρούσα όλες τις προϋποθέσεις, αλλά δεν μπορούσα να πάρω τη χρηματοδότηση, επειδή δεν θεωρούμαι αγρότης. Η καλλιέργεια αρωματικών φυτών είναι το επάγγελμά μου, αλλά έως ότου δηλώσω εισοδήματα από πωλήσεις προϊόντων, παραμένω ασφαλισμένος στο ΤΕΒΕ ως έμπορος και στερούμαι κεφάλαια που θα με βοηθούσαν να αναπτύξω την επιχείρησή μου» υποστηρίζει ο ίδιος. «Δυστυχώς οι αρμόδιες υπηρεσίες, ειδικά στην περιφέρεια, δεν είναι ιδιαίτερα ευέλικτες. Υπάρχει καχυποψία, έλλειψη ενημέρωσης και εθνικής στρατηγικής» αναφέρει ο κ. Θυμάκης. «Πολλές φορές οι υπάλληλοι ανακαλύπτουν τις σχετικές διατάξεις μαζί με τους γεωργικούς επιχειρηματίες και τους συμβούλους αγροτικών επενδύσεων. Δεν υπάρχει εθνική στρατηγική ούτε εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που ασχολούνται με το αντικείμενο».

Σημαντικό εμπόδιο για τη δημιουργία νέων γεωργικών επιχειρήσεων είναι και η απροθυμία των περισσότερων ιδιοκτητών να «δεσμεύσουν» τα κτήματά τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. «Αρνούνται να τα πουλήσουν ή να τα νοικιάσουν σε άλλους για 10-15 χρόνια, επειδή φοβούνται ότι κάποια στιγμή θα τα χρειαστούν, λόγω της οικονομικής κρίσης. Με τα σημερινά δεδομένα, όσοι έχουν δική τους γη είναι σε καλύτερη μοίρα από εκείνους που αναζητούν εκτάσεις για να φτιάξουν κάτι δικό τους».


Αριθμοί

6.000 είδη αρωματικών φυτών υπάρχουν στη χώρα μας

400 είδη δεν φυτρώνουν πουθενά αλλού

20.000 στρέμματα είναι οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αρωματικών φυτών στη χώρα μας

0,40-1,20 ευρώ κοστίζουν τα σπορόφυτα που πωλούνται στα φυτώρια

0,65-0,70 ευρώ κοστίζει ένα σπορόφυτο ρίγανης

35%-40% της συνολικής επένδυσης είναι προτιμότερο να γίνει προτού αρχίσει η παραγωγή


Τα πλεονεκτήματα αυτής της επένδυσης

Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον του αγροτικού και επιχειρηματικού κόσμου για τα αρωματικά φυτά και τα βότανα αναζωπυρώθηκε σε όλο τον κόσμο και δημιούργησε νέες προοπτικές για την καλλιέργεια και την εμπορική τους εκμετάλλευση. Με το συγκριτικό πλεονέκτημα που της δίνουν οι εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες έναντι των ανταγωνιστών της, η χώρα μας θα μπορούσε να παράγει και να εξάγει μεγάλες ποσότητες αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών και να διεισδύσει ακόμα και στις πιο απαιτητικές αγορές.

«Τα αρωματικά φυτά είναι μια έξυπνη επένδυση. Πωλούνται φρέσκα, αποξηραίνονται, χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες τροφίμων, ποτών, φαρμάκων και καλλυντικών και παραγγέλνονται μέσω Διαδικτύου. Υπάρχουν όμως κι άλλες επιλογές. Αν γινόταν μια σοβαρή προσπάθεια επένδυσης στην ανθοκομία, θα μπορούσαμε λόγω κλίματος να ανταγωνιστούμε ακόμα και τη Γερμανία ή την Ολλανδία. Πρέπει επίσης να δούμε κάποιες ποικιλίες ελιάς, το χαρούπι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με 25-30 διαφορετικούς τρόπους, το σύκο, το αμύγδαλο. Καλή λύση είναι και η καλλιέργεια σπορόφυτων που έχουν μεγάλη ζήτηση» λέει ο κ. Θυμάκης

Πρόσφορο έδαφος για εξαγωγές αρωματικών και φαρμακευτικών προϊόντων υπάρχει στη Γαλλία και τη Γερμανία, ενώ πολλά υποσχόμενη είναι και η αγορά της Ρωσίας. «Ενα λάθος που γίνεται συχνά είναι ότι, όταν ένα προϊόν πηγαίνει καλά, όλοι θυμούνται να ασχοληθούν μαζί του. Δεν μπορεί να καλλιεργούν όλοι ρόδι και μύρτιλλα, πρέπει να ψάχνουν νέες ευκαιρίες. Το μόνο που χρειάζεται είναι συνεχής παρακολούθηση της αγοράς για να τις εντοπίσουν, επιμονή και θέληση να βελτιώνουν την ποιότητα των προϊόντων τους».