Φυσικοχηµική και Φαρµακολογική Μελέτη του Φυτού Sideritis raeseri ssp. raeseri «Τσάι του Βουνού»

Χρυσή Γαβριέλη, Εργαστήριο Φαρµακογνωσίας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Σχολή Επιστηµών Υγείας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης 

Εισαγωγή 

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται διεθνώς µια στροφή στη χρήση φυσικών προϊόντων ιδιαίτερα στον τοµέα των φαρµάκων, καλλυντικών και τροφίµων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πολλά φάρµακα που κυκλοφορούν έχουν συστατικά φυτικής προέλευσης. Παράλληλα µε τη συστηµατική και σε βάθος έρευνα για τη µελέτη της χηµικής σύστασης, της βιολογικής δράσης ή της βελτίωσης της ποιότητας, γίνεται ιδιαίτερη προσπάθεια σε διεθνή κλίµακα για την ανακάλυψη νέων φυτών - πηγών διαφόρων συστατικών - που µπορεί να έχουν φαρµακευτική ή βιοµηχανική χρήση. Η λαϊκή εµπειρία στη θεραπευτική χρήση των φυτών αποτελεί πηγή γνώσης που παρέχει πλούσιο υλικό στη σύγχρονη επιστηµονική έρευνα. Έτσι, ξεκινώντας από αυτήν επιλέξαµε να µελετήσουµε το φυτό Sideritis raeseri ssρ. raeseri, γνωστό µε το κοινό όνοµα «τσάι του βουνού» που χρησιµοποιείται ευρύτατα σαν αρωµατικό και θερµαντικό ρόφηµα, ιδιαίτερα κατά τους χειµερινούς µήνες, για τις αντιφλεγµονώδεις ιδιότητες του. 

Ανάλογα µε την προέλευση τους τα διάφορα είδη και υποείδη του γένους Sideritis έχουν διάφορα ονόµατα όπως «τσάι του Ταύγετου», «τσάι του Ολύµπου», «τσάι του ∆έλφι», «τσάι Βλάχικο», «του καλόγερου το χόρτο» κ.α. Λόγω της χρήσης των αφεψηµάτων του φυτού, η µελέτη µας επικεντρώθηκε στα πολικά-υδρόφιλα συστατικά τα οποία και φυσιολογικά παραλαµβάνονται κυρίως από αυτά. Μετά από επισταµένη έρευνα της διεθνούς βιβλιογραφίας φάνηκε η απουσία κάποιας πρόσφατης και κατά το δυνατόν πλήρους φυτοχηµικής µελέτης των συστατικών αυτής της κατηγορίας, σε αυτό το ενδηµικό του Ελληνικού χώρου φυτό. 

Το γένος Sideritis περιλαµβάνει περισσότερα από 140 είδη και υποείδη που ευδοκιµούν κυρίως στο βόρειο ηµισφαίριο, ιδιαίτερα στις παραµεσόγειες περιοχές όπως στην Ισπανία , ιδιαίτερα στα Κανάρια νησιά, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στην Ιταλία, στη Βαλκανική χερσόνησο, στην Κύπρο, στη Μικρά Ασία, στον Καύκασο και στα παράλια της Βορείου Αµερικής (Αλγερία, Μαρόκο και Αίγυπτο). Μερικά είδη του γένους απαντούν επίσης στο Μεξικό, στο Περού και στην Ιαπωνία. Η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ενδηµικά είδη του φυτού και µάλιστα ποικίλλοντα κατά διαµερίσµατα από τη Μακεδονία µέχρι την Κρήτη και σε υψόµετρο που κυµαίνεται 2 από 500 έως 2000 µέτρα. Τα φυτά ευδοκιµούν σε ξηρά πετρώδη, ασβεστολιθικά και γενικά υποβαθµισµένα εδάφη, σε διάφορες περιοχές της χώρας, όπως στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στην Κρήτη, στα Ιόνια νησιά, στη Μεσσηνία, στο Πήλιο και στην Εύβοια. Τα είδη που είναι γνωστά στη χώρα µας µε το κοινό όνοµα «τσάι του βουνού» ανήκουν στο γένος Side i is Ι., Section Emρedoclίa (Raffin.) Bentham (Papanicolaou et a/1982) και κατατάσσονται ως εξής (πίνακας 1): 

Πίνακας 1. Αυτοφυή είδη και υποείδη του γένους Sideritis στην Ελλάδα 
1. S. Athoa Pap. et Kok. (Ελλάδα, Τουρκία) 
2. S. raeseri Boiss. et Heldr. ssp. raeseri ( Ν. Βαλκανική) 
3. S. raeseri ssp. florida (Boiss. et Heldr.) Pap. et Kok. (ενδηµικό του Ολύµπου). 
4. S. raeseri ssρ. attica (Heldr.) Pap. et Kok. (ενδηµικό της Αττικής) 
5. S. scardica Griseb. ssp. scardica (Βαλκανική) 
6. S. scardica ssp. longibracteata Pap. et Kok. (Ενδηµικό της Μακεδονίας) 
7. S. clandestina (Chaub. et Bory) Hayek ssp. clandestina (ενδηµικό της Πελοποννήσου) 
8. S. clandestina ssp. cylleana (Boiss.) Pap et Kok. (ενδηµικό της Πελοποννήσου) 
9. S. euboea Heldr. (ενδηµικό της Ευβοίας) 
10. S. syriaca Ι. (ενδηµικό της Κρήτης) 11. S. siρylea Boiss. (Ελλάδα, Τουρκία) 

Σε είδη του γένους Sideritis έχουν γίνει διεθνώς πλήθος µελετών που συνεχίζονται λόγω της περιεκτικότητάς τους σε ενδιαφέρουσες χηµικές ενώσεις, τόσο από άποψη χηµικής δοµής όσο και από πλευράς φαρµακολογικής δράσης. Το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται για τα είδη αυτά οφείλεται και στην ευρεία χρησιµοποίησή τους στη λαϊκή θεραπευτική. 

Βοτανικοί χαρακτήρες του γένους Sideritis 
Τα φυτά του γένους Sideritis είναι δικοτυλήδονα και ανήκουν στην οικογένεια των χειλανθών (Lamiaceae). Είναι µονοετείς ή πολυετείς πόες αποξυλωµένες στη βάση και τρlχωτές, συνήθως δε πολύ αρωµατικές λόγω του περιεχοµένου αιθερίου ελαίου. Τα φύλλα είναι ακέραια ή οδοντωτά και τα άνθη ερµαφρόδιτα, λευκά ή κίτρινα και συνήθως σχηµατίζουν στάχυ. Ο κάλυκας είναι κωνοειδής µε 10 νευρώσεις και 5 οδόντες διαταγµένους σε δύο χείλη. Η στεφάνη είναι 3 δίχειλη, κίτρινη, κιτρινόλευκη, λευκή ή ροδόχροη. Το επάνω χείλος αποτελείται από δύο συµφυή πέταλα και συνήθως είναι δισχιδές, ενώ το κάτω καταλήγει σε τρεις λοβούς, από τους οποίους ο µεσαίος είναι ο µεγαλύτερος. Οι στήµονες είναι τέσσερις και οι µπροστινοί δύο είναι επιµηκέστεροι από τους άλλους δύο. Ο στύλος καταλήγει σε δύο άνισα στίγµατα. Η ωοθήκη είναι δίχωρη, ενώ µε ψευδή διαφράγµατα γίνεται τετράχωρη. Οι καρποί είναι τέσσερα κάρυα που περικλείουν από ένα σπέρµα. 

Ιστορικά στοιχεία του γένους Sideritis 
Ο ∆ιοσκουρίδης, στο έργο του «De Materia Medica» αναφέρει τρεις σιδερίτες, οι οποίοι όµως σύµφωνα µε την περιγραφή τους δεν πρέπει να σχετίζονται µε είδη του γένους Sideritis. ∆ιάφοροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι σιδερίτες αντιστοιχούν στο Στάχυ τον κρητικό, στο Γεράνιο το ροβερτιανό και σε ένα είδος Ποτηρίου. Ο Λινναίος ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τους σιδερίτες ενώ οι Webb και Berthelot το 1836 υποστήριξαν ότι αποτελούσαν ένα ξεχωριστό γένος, το οποίο ονόµασαν Leucophae. Ο Bentham to 1948 θεώρησε ότι αποτελούν µια Section του γένους Sideritis και τους ονόµασε Marrubiastrum (Mendoza-Hener 1977) και ο Bolle επανέφερε την κατά Λινναίον κατάταξη. Τέλος ο Mendoza-Hener πρότεινε ότι οι σιδερίτες µπορούν να διακριθούν σε δύο υπογένη, Sideritis και Marrubiastrum στα οποία µπορούν να καταταχθούν τα διάφορα είδη που απαντώνται στις παραµεσόγειες περιοχές και στα Κανάρια νησιά αντίστοιχα. 

Φαρµακολογικές ιδιότητες του γένους Sideritis 
 Μια σειρά µελετών έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς τόσο σε φυτικά εκχυλίσµατα του γένους Sideritis όσο και σε χηµικές ενώσεις που αποµονώθηκαν από αυτά για να εκτιµηθούν οι θεραπευτικές τους ιδιότητες. Για παράδειγµα, µελετήθηκε η αντιφλεγµονώδης δράση των αιθανολικών εκχυλισµάτων έξι ειδών Sideritis που φύονται στην Τουρκία και µόνο ένα από αυτά δεν εµφάνιζε δράση (Yesilado et al 1989). Έτσι τα εκχυλίσµατα των S. pisidica, S. argyrea, S. /ibanotica ssp. ίnearis και S. perfolίata εµφάνισαν σύµφωνα µε τους ερευνητές αντιφλεγµονώδη δράση σε οξεία φάση φλεγµονής. Για αναλγητική και αντιφλεγµονώδη δράση εξετάσθηκε και ο 8-O- γλυκοζίτης της υπολαετίνης, που αποµονώθηκε από το S. murgonensis (Vίllar et al 1984). Ο γλυκοζίτης έδειχνε ισχυρότερη αντιφλεγµονώδη δράση από τη φαινυλοβουταζόνη σε οξεία φάση φλεγµονής, αλλά η αντιφλεγµονώδης δράση του ήταν µικρότερη σε χρόνια φάση. Πλεονέκτηµα θεωρήθηκε όµως το γεγονός ότι αντίθετα µε τη φαινυλοβουταζόνη δεν προκαλούσε έλκη του γαστρεντερικού σωλήνα. I Τα παραπάνω αποτελέσµατα δείχνουν ότι ο 8-Ογλυκοζίτης της υπολαετίνης 4 συνδυάζει αντιφλεγµονώδεις και αντιελκωτικές ιδιότητες και προτείνεται εναλλακτικά σαν ένας µη στεροειδής αντιφλεγµονώδης παράγοντας. 

Φλαβονοειδές που αποµονώθηκε από το εκχύλισµα του οξικού αιθυλεστέρα του S. murgonensis (Villar et al 1982) µετά από πειράµατα που έγιναν σε αποµονωµένη µήτρα ποντικών, βρέθηκε ότι εµφάνιζε αντιφλεγµονώδη δράση, που πιθανά οφειλόταν σε αναστολή της βιοσύνθεση ς των προσταγλανδινών. Ακόµη από το S. leucantha (Jimenez et al 1986) αποµονώθηκε η σιδεριτοφλαβόνη που βρέθηκε ότι κατείχε αντιφλεγµονώδη δράση σε οξεία φάση φλεγµονής. Τέλος εκτός των φλαβονοειδών, διάφορες τερπενικές και άλλες ενώσεις που αποµονώθηκαν από διάφορα είδη Sideritis έδειξαν ότι παρουσιάζουν ανάλογη δράση. 

Όσον αφορά την αντιφλεγµονώδη δράση που εµφανίζουν τα φυτά του γένους Sideritis, αυτή οφείλεται κυρίως στα φλαβονοειδή αλλά και στις διτερπενικές ενώσεις. Εµπεριστατωµένη ανασκόπηση της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας αποδίδει την αντιφλεγµονώδη δράση: 1) στην επίδραση των δραστικών συστατικών στο µεταβολισµό του αραχιδονικού οξέος στο επίπεδο της φωσφολιπάσης, µε αποτέλεσµα την αναστολή της βιοσύνθεσης προσταγλανδινών και άλλων εικοσανοειδών, όπως θροµβοξανίων και λευκοτριενίων (de las Heras and Hoult 1994), 2) στη δράση των φλαβονοειδών ως αντιοξειδωτικών και συλλεκτών ελευθέρων ριζών (Middleton and Kandaswami 1992), 3) στη µειωµένη διείσδυση των ουδετεροφίλων στον τόπο της φλεγµονής (Navarro et al 1997) και 4) στην αναστολή της µη ενζυµικώς υπεροξείδωσης των λιπών (Rios et aI1992). 

Εκτός από την αντιφλεγµονώδη δράση, βρέθηκε ότι είδη του γένους Sideritis εµφανίζουν και άλλες φαρµακολογικές δράσεις όπως 1) αντιµικροβιακή έναντι Gram θετικών βακτηρίων (Diaz et al 1988), 2) δράση κατά του καταρράκτη (TomasBarberan et aI1986), 3) αντιθροµβωτική δράση (Villar et a11985) και 4) αντιυπερτασlκή δράση (Paya et aI1985). 

Πειραµατικό Μέρος 
Κατά τη διεξαγωγή της µελέτης, αρχικά πραγµατοποιήθηκαν γενικοί προδοκιµαστικοί έλεγχοι κατά τους οποίους παρατηρήθηκαν: 1) η παρουσία ελεύθερων σακχάρων, 2) η παρουσία βλέννας, 3) η παρουσία αµινοξέων, 4) η παρουσία τριτερπενικών οξέων και στερολών, 5) η παρουσία φλαβονοειδών, τόσο υπό µορφή αγλύκων όσο και γλυκοζιτών, καθώς και κουµαρινών και φαινολοξέων, και 6) η απουσία αλκαλοειδών, ιριδοειδών και διτερπενικών γλυκοζιτών. 

400 g ξηράς και αδροµερώς τεµαχισµένης δρόγης εκχυλίσθηκαν εξαντλητικά σε συσκευή Soxhlet µε πετρελαϊκό αιθέρα 400-600, βενζόλιο, χλωροφόρµιο και 5 µεθανόλη. Τα κλάσµατα που παραλήφθηκαν αναλύθηκαν µε διάφορες χρωµατογραφικές µεθόδους όπως αεριοχρωµατογραφία (GC), χρωµατογραφία στήλης (LC), λεπτής στιβάδας (TLC) και υγρά χρωµατογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC). Τα συστατικά που αποµονώθηκαν ταυτοποιήθηκαν µε χηµικές και φασµατοσκοπικές µεθόδους (UV-Vis, IR, 1Η NMR, MS). Έτσι από το κλάσµα του πετρελαϊκού αιθέρα, µε αεροχρωµατογραφική ανάλυση, ταυτοποιήθηκαν οι στερόλες καµπεστερόλη, στιγµαστερόλη και β-σιτοστερόλη και τα οξέα λαουρικό, µυριστικό, παλµιτικό, στεατικό, ελαϊκό, λινελαϊκό και λινολενικό.

Προκαταρκτικοί χρωµατογραφικοί έλεγχοι του µεθανολικού εκχυλίσµατος έδειξαν την παρουσία διαφόρων κατηγοριών φαινολικών ουσιών, ιδιαίτερα φλαβονοειδών. Από το αρχικό µεθανολικό εκχύλισµα ελήφθησαν περαιτέρω διάφορα άλλα εκχυλίσµατα από τα οποία µε διάφορες χρωµατογραφικές µεθόδους αποµονώθηκαν και ταυτοποιήθηκαν µια σειρά φαινολικών συστατικών. Αποµονώθηκαν και ταυτοποιήθηκαν τα γνωστά φλαβονοειδή απιγενίνη, λουτεολίνη, 7-0-γλυκοζίτης της απιγενίνης, µια σειρά από 5,8-διυδροξυ παράγωγα φλαβονοειδών καθώς και οι καινούριες χηµικές ενώσεις 1-0-[ α-µεθυλο-γ-(3',4' -διµεθοξυφαινυλο)]- προπυλο-Ο-α-L-ραµνοπυρανοζυλο(1Æ3)-β-D-(6-καφεoϋλo)-γλυκoπυρανoζίτης (Kokkalou and Gabrieli 1997) και7-(4-0-γλυκόζυλο)-trans-π-κουµα-ρικός εστέρας της απιγενίνης (Gabrieli and Kokkalou 1990). 

Η τελευταία ουσία ελέγχθηκε για την ύπαρξη αντιφλεγµονώδους δράσης (Gabrieli et al 1990). Η αντιφλεγµονώδης δράση της ουσίας αυτής µελετήθηκε, σε σύγκριση µε τις γνωστές αντιφλεγµονώδεις ουσίες φαινυλοβουταζόνη και ινδοµεθακίνη, σε οίδηµα που προκλήθηκε στο οπίσθιο πέλµα δύο οµάδων ποντικών µε την ουσία καρραγεενάνη. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων έγινε χρησιµοποιώντας το Student's t-test. Η ουσία προκάλεσε αναστολή του οιδήµατος, στην οµάδα ποντικών που την έλαβαν, παρόµοια σε σύγκριση µε τα γνωστά αντιφλεγµονώδη φάρµακα. 

Συµπερασµατικά τα αποτελέσµατα που ελήφθησαν παρέχουν µια εξήγηση για τη χρήση του Sideritis raeseri SSp. raeseri σαν αντιφλεγµονώδες στη λαϊκή θεραπευτική στην Ελλάδα. 

Βιβλιογραφία 
1. De las Heras Β, Hoult JR: Planta Med 1994, 60:501 
2. Diaz RM, Garcia-Granados Α, Moreno Ε, Parra Α, Queredo-Sarmiento J, Saenz de Buruaga Α, Saenz de Buruaga JM: Planta Med 1988,54:301 
3. Gabrieli C, Kokkalou Ε: Phytochemistry 1990,29: 681 
4. Gabrieli C, Kokkalou Ε, Niopas Ι: Sci Pharmac 1990, 58:395 
5. Jimenez MJ, Alcaraz MJ, Fernandez ΜΙ, Villar Α: Plant Med 1986,52:541 
6. Kokkalou Ε, Gabrieli C: Pharmazie 1997, 52:322 
7. Mendoza-Hener Ι: Bot Macar 1977, ρ.61 
8. Middleton Ε, Kandaswami C: Biochem Pharmacol 1992, 43:1167 
9. Navarro Α, de las Heras Β, Villar ΑΜ: Ζ Naturforsch [C] 1997, 52:844 
10.Papanicolaou Κ, Kokkini S: in 'Άrοmatίc Plants", Margaris Ν, Koedam Α, Vokou D (eds) VolllI, Martinus Nijhoff Publ, The Hague 1982, ρ. 101 
11.Paya Μ, Terencio MC, Villar Α: Acta Argon Acad Sci Hung 1985, 34(Suppl) 90 
12.Rios JL, Manez S, Paya Μ, A/caraz MJ: Phytochemistry 1992, 31: 1947 
13.Tomas-Barberan FA, Lopez-Gomez C, Villar Α, Tomas Lorente F: Planta Med 1986, 52:239 
14.Villar Α, Esplungues J, Alcaraz MJ: Arch Farmacol Toxicol 1982, 8:99 
15.Villar Α, Gasco ΜΑ, Alcaraz MJ: J Pharm Pharmacol1984, 36:820 
16.Villar Α, Gasco ΜΑ, Alcaraz MJ: Planta Med 1985, 51 :455 
17.Yesilada Ε, Ezer Ν: lnt J Crude Drug Res 1989, 27:38