Επιστροφή στη βιολογική γεωργία

Eνώ οι Ελληνες αγρότες κόβουν τη χώρα στα δύο προκειμένου να προστατεύσουν το εισόδημά τους από φόρους και εισφορές, μια νέα μελέτη που έρχεται από τις ΗΠΑ υπόσχεται μεγαλύτερη κερδοφορία και εισόδημα γι’ αυτούς αρκεί να δουν το αντικείμενο της ενασχόλησης από μια άλλη πλευρά.
Ενα από τα βασικά επιχειρήματα των οπαδών της συμβατικής γεωργίας εδώ και χρόνια είναι ότι προσφέρει καλύτερες αποδόσεις σε σχέση με την οργανική καλλιέργεια της γης, υψηλότερα κέρδη στους αγρότες και αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για μπορέσουν να τραφούν τα 9 δισεκατομμύρια άνθρωποι που θα κατοικούν τη Γη ώς το 2050.
Ο μύθος αυτός καλλιεργήθηκε επί δεκαετίες από τις μεγάλες εταιρείες τροφίμων, τους αγροχημικούς και βιοτεχνολογικούς επιχειρηματικούς κολοσσούς ωθώντας όλο και περισσότερους καλλιεργητές στη χρήση φυτοφαρμάκων, χημικών λιπασμάτων και «πειραγμένων» σπόρων. Απώτερος στόχος ήταν βέβαια ο έλεγχος της παγκόσμιας αλυσίδας παραγωγής τροφίμων και η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών κολοσσών.
Τον μύθο αυτόν γκρεμίζει έρευνα («Βιολογική γεωργία στον 21ο αιώνα») που δημοσιοποίησαν νωρίτερα αυτή την εβδομάδα στο περιοδικό «Nature Plants» ο John Reganold -καθηγητής της επιστήμης του εδάφους και της αγροοικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Ουάσινγκτον- και ο επιστημονικός συνεργάτης του και υποψήφιος διδάκτορας Jonathan Wachter.
Οι δύο ερευνητές διαπίστωσαν ότι η σίτιση του αυξανόμενου πληθυσμού της Γης με βιώσιμο τρόπο είναι δυνατή.
Εξετάζοντας εκατοντάδες επιστημονικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν τα τελευταία 40 χρόνια, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η βιολογική γεωργία μπορεί να αποφέρει ικανοποιητικές αποδόσεις, να είναι κερδοφόρα για τους αγρότες, να προστατεύσει και να βελτιώσει το περιβάλλον, ενώ είναι ασφαλέστερη για την υγεία των εργατών της γης. Η μελέτη τους συνέκρινε την οργανική και συμβατική καλλιέργεια της γης εξετάζοντας 4 παράγοντες βιωσιμότητας: την παραγωγικότητα, την οικονομική διάσταση, το περιβάλλον, την ευημερία της κοινότητας.
Διαπίστωσε ότι ανάλογα με την καλλιέργεια, οι αποδόσεις των οργανικά καλλιεργούμενων εκτάσεων ήταν όντως 8-25% μικρότερες απ’ ό,τι αυτές των συμβατικών καλλιεργειών.
Ωστόσο, με την αποτελεσματική χρήση μεθόδων οργανικής πολυκαλλιέργειας η διαφορά αυτή υποχωρούσε σε 9%, ενώ με την αύξηση της αμειψισποράς σε μόλις 8%.
Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, οι αποδόσεις της βιολογικής γεωργίας υπερτερούσαν από τις αντίστοιχες της συμβατικήςΣε συνθήκες παρατεταμένης ξηρασίας -οι οποίες αναμένεται να είναι όλο και πιο συχνές στο μέλλον λόγω της αλλαγής του κλίματος- οι οργανικές καλλιέργειες παράγουν υψηλότερες αποδόσεις, επειδή τα εδάφη τους διακρατούν υψηλότερες ποσότητες νερού.
Αλλά ακόμη και σε περιπτώσεις που οι αποδόσεις είναι χαμηλότερες, η βιολογική γεωργία είναι σαφώς πιο επικερδής για τους αγρότες επειδή οι καταναλωτές πληρώνουν περισσότερο για τα ποιοτικότερα προϊόντα της.
Τα βιολογικά προϊόντα πωλούνται σήμερα παγκοσμίως κατά μέσο όρο 32% υψηλότερα απ’ ό,τι τα συμβατικά.

Βιώσιμη σίτιση

Ωστόσο οι δύο επιστήμονες τονίζουν ότι η μετάβαση της ανθρωπότητας προς οργανικές καλλιέργειες δεν θα πρέπει να βασιστεί αποκλειστικά και μόνο στις αποδόσεις.
«Θα πρέπει επίσης να μειώσουμε τα απόβλητα τροφίμων, να βελτιώσουμε την πρόσβαση στη διανομή των τροφίμων, να σταθεροποιήσουμε τον παγκόσμιο πληθυσμό, να εξαλείψουμε τη μετατροπή των καλλιεργειών σε βιοκαύσιμα και να υιοθετήσουμε μια περισσότερο φυτικής προέλευσης διατροφή», τονίζουν.
Υπογραμμίζουν ότι τα μειονεκτήματα της άλλης πλευράς είναι οδυνηρά για ανθρωπότητα και πλανήτη: φυτοφάρμακα, ρύπανση νερού με νιτρικά και φωσφορικά άλατα, εκπομπές ρύπων του θερμοκηπίου, μείωση βιοποικιλότητας, ασθένειες, τρόφιμα χαμηλότερης διατροφικής αξίας. Οπως λένε, αυτό υποστηρίζουν 12 στις 15 μελέτες που εξέτασαν.
Αλλά και με βάση τον κοινωνικό αντίκτυπο των δύο μεθόδων καλλιέργειας η βιολογική υπερτερεί. Δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας, είναι λιγότερο επιβλαβής για την υγεία των εργαζομένων, βελτιώνει τη διατροφή τους, προωθεί την αλληλεπίδραση παραγωγών-καταναλωτών. προσφέρει καλύτερες συνθήκες για τα ζώα.
Περιβαλλοντικά το έδαφος των βιολογικών αγροκτημάτων αποθηκεύει περισσότερο άνθρακα, έχει καλύτερη ποιότητα, εμφανίζει μικρότερη διάβρωση. Η βιολογική γεωργία μολύνει λιγότερο το έδαφος και τα υπόγεια ύδατα, ενώ είναι ενεργειακά πιο αποδοτική καθώς δεν βασίζεται σε συνθετικά λιπάσματα ή φυτοφάρμακα.
Σχετίζεται ακόμη με μεγαλύτερη βιοποικιλότητα φυτών, ζώων, εντόμων και μικροοργανισμών και τη γενετική ποικιλότητα.
Αλλά και η σίτιση της ανθρωπότητας δεν είναι μόνο ζήτημα αποδόσεων. Απαιτείται η εξέταση των αποβλήτων τροφίμων και η μέθοδος διανομής των τροφίμων.
«Αν δούμε την κατά κεφαλήν παραγωγή θερμίδων σήμερα παράγουμε υπεραρκετή τροφή για 7 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Στέλνουμε όμως στα σκουπίδια το 30-40% αυτών. Το ζήτημα δεν είναι να παράξουμε αρκετά αλλά να καταστήσουμε τη γεωργία φιλική προς το περιβάλλον και να εξασφαλίσουμε ότι τα τρόφιμα φτάνουν σε όσους τα έχουν ανάγκη», τονίζει ο Reganold.
Reganold και Wachter υποδεικνύουν, τέλος, ότι ο κόσμος δεν μπορεί να τραφεί από ένα μόνο είδος καλλιέργειας.
Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται είναι μια ισορροπία των συστημάτων, «ένα μείγμα οργανικών και άλλων καινοτόμων συστημάτων καλλιέργειας, συμπεριλαμβανομένων των γεωργοδασοκομικών, της ολοκληρωμένης γεωργίας, των μικτών καλλιεργειών και συστημάτων κτηνοτροφίας».