Είναι η καλλιέργεια αρωματικών φυτών, φάρμακο στην κρίση;


Καλλιεργητικές  φροντίδες σε κτήμα με βιολογική καλλιέργεια Σιδερίτη (Τσάι του βουνού) στην Καλλιθέα Ολύμπου. Φωτογραφία - Δημήτρης Μαχαιρίδης 

 Του Λεοντίδη Τάκη - Γεωπόνου

Πριν από λίγα χρόνια μια μεγάλη οικονομική κρίση ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και σαν παλιρροιακό κύμα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο.

Φτάνοντας στην Ευρώπη, το πρώτο της θύμα ήταν η χώρα μας η οποία δεν έχει καταφέρει ακόμη, πέντε χρόνια μετά, να ορθοποδήσει.

Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας τα τελευταία 20 χρόνια ήταν η μείωση της παραγωγής προϊόντων και η εισαγωγή των περισσοτέρων προϊόντων από το εξωτερικό, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των χρηματικών αποθεμάτων έτσι ενώ ξοδεύαμε χρήματα για την εισαγωγή προϊόντων- δεν είχαμε εισροή αντίστοιχων ποσών από την εξαγωγή ελληνικών προϊόντων. Είναι εύλογη λοιπόν η στροφή στον πρωτογενή τομέα και στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων, με σκοπό τα τελευταία να καλύψουν την εσωτερική αγορά και να υποκαταστήσουν τις εισαγωγές αλλά και  να εξαχθούν φέρνοντας χρήματα στην χώρα και βοηθώντας στην ανάπτυξή της.

Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ήταν από τις πρώτες χώρες που ξεκίνησαν την καλλιέργεια των φυτών μετά την ανακάλυψη της γεωργίας στην περιοχή της Μεσοποταμίας  και πιθανόν μία από τις χώρες-κλειδιά στη διάδοση της γεωργίας αλλά και της εμπορίας των αγροτικών προϊόντων λόγω της αναπτυγμένης ναυτιλίας της και της δημιουργίας εμπορικών κέντρων σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Η γεωργία λοιπόν ήταν αυτή που τη βοήθησε να επιβιώσει τόσες χιλιάδες χρόνια και καλείται να πράξει το ίδιο και στη σύγχρονη εποχή.

Η γεωγραφική θέση της χώρας μας και το καλό κλίμα αποτελούν ευνοϊκούς παράγοντες για την παραγωγή μεγάλου αριθμού αγροτικών προϊόντων, παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στη μεγάλη βιοποικιλότητα που έχει,  τη δεύτερη στον κόσμο μετά την Κόστα Ρίκα, και στον μεγάλο αριθμό φυτικών ειδών, ένα υψηλό ποσοστό των οποίων είναι ενδημικά. Ανάμεσα σε αυτά υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών (ΦΑΦ), η αξία των οποίων στη διατροφή και την υγεία μας έχει αναγνωριστεί από τα αρχαία χρόνια. Για το λόγο αυτό η χρήση τους έχει γίνει μέρος της παράδοσης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου. Η παγκοσμιοποίηση που ξεκίνησε τον τελευταίο αιώνα δεν ήταν μόνο οικονομική αλλά και πολιτιστική, με αποτέλεσμα η χρήση των φυτών αυτών να αυξηθεί και σε χώρες που δεν υπάρχουν ως αυτοφυή και η ζήτηση να ανέβει κατακόρυφα. Ένας άλλος παράγοντας που έχει συντελέσει στην αύξηση της ζήτησης είναι και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ο οποίος έχει «σπρώξει» πολλούς ανθρώπους στην αναζήτηση προϊόντων που συμβάλλουν στη βελτίωση της υγείας είτε ως αρτύματα αλλά είτε και ως φάρμακα.

Μεταφύτευση Ρίγανης σε βιολογικό κτήμα της εταιρίας Αρωγαία (www.arogaia.gr). Φωτογραφία - Βαγγέλης Βλαχαϊτης. 

Η χώρα μας έχει μία μακρά παράδοση στη χρήση των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών και με τους δύο τρόπους ως προσθέτων στα φαγητά αλλά και ως θεραπευτικών  ροφημάτων  και φαρμάκων. Η παρουσία τους σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και η εύκολη πρόσβαση σε αυτά από τον καθένα είχε ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωσή τους στις τοπικές παραδόσεις αλλά και τη δημιουργία ειδικών επαγγελματιών, όπως ήταν οι περίφημοι γιατροί της κοιλάδας του Βίκου. Η μεγάλη διασπορά του πληθυσμού και η τοπική κατανάλωση είχαν ως αποτέλεσμα οι ανάγκες σε πρώτη ύλη να καλύπτονται επαρκώς με την ελεύθερη συλλογή των φυτών αυτών. Στις σημερινές όμως συνθήκες και με δεδομένη τη συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και την αυξημένη ζήτηση σε παγκόσμιο επίπεδο, η ελεύθερη συλλογή όχι μόνο δεν μπορεί να καλύψει την ζήτηση αλλά προκαλεί και μεγάλους κινδύνους για την βιοποικιλότητα, εκθέτοντας στον κίνδυνο της εξαφάνισης σημαντικά είδη όπως ο σιδερίτης, γνωστός και ως ελληνικό τσάι του βουνού. Έτσι λοιπόν η καλλιέργεια των ΦΑΦ αποτελεί μονόδρομο και η στροφή προς την πρωτογενή παραγωγή όπου μας έχει οδηγήσει η οικονομική κρίση την ευνοεί.

Χειρωνακτική συγκομιδή Ελληνικής Ρίγανης (Oreganum vulgare ssp. hirtum). Φωτογραφία Τάκης Λεοντίδης.

Οι πρώτες προσπάθειες συστηματικής καλλιέργειας των ΦΑΦ (Φαρμακευτικά Αρωματικά Φυτά) άρχισαν στη χώρα μας τη δεκαετία του ΄70 αλλά πολλές από αυτές έληξαν άδοξα την επόμενη δεκαετία όταν ξεκίνησε το σύστημα των επιδοτήσεων από το οποίο είχαν εξαιρεθεί τα αρωματικά φυτά. Η απουσία οικονομικού κινήτρου αλλά και η εγκατάλειψη των ημιορεινών και ορεινών περιοχών λόγω της αστυφιλίας είχαν ως αποτέλεσμα την έλλειψη πρώτης ύλης και το σταμάτημα της παραγωγής πολλών εργοστασίων, εκτός από αυτά που είχαν ως κύρια πηγή πρώτης ύλης την άγρια συλλογή, όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από γειτονικές χώρες.

Με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και τη στροφή στην πρωτογενή παραγωγή η καλλιέργεια των ΦΑΦ έχει αναγεννηθεί. Ο κορεσμός της αγοράς σε άλλα αγροτικά προϊόντα, η μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων αλλά και η αύξηση της ζήτησης σε προϊόντα που συμβάλλουν στη βελτίωση της υγείας και της ευεξίας έχουν στρέψει πολλούς παραγωγούς στην καλλιέργεια των αρωματικών φυτών. Στη στροφή αυτή έχει συμβάλει και η δραστηριοποίηση ατόμων που ζουν στις μεγάλες πόλεις, οι οποίοι -έχοντας πληγεί από την κρίση σε μεγαλύτερο βαθμό από τους αγροτικούς πληθυσμούς- ψάχνουν λύσεις για να βρουν νέες οικονομικές δραστηριότητες ή να συμπληρώσουν το εισόδημά τους το οποίο έχει μειωθεί σημαντικά. Οι τελευταίοι, μην έχοντας τη δυνατότητα να μπουν στην παραγωγή λόγω έλλειψης εκτάσεων αλλά και υποδομών στράφηκαν σε αυτό που γνωρίζουν καλύτερα, στη δημιουργία εμπορικών σημάτων (brand names) συσκευασμένων προϊόντων και την αναζήτηση αγορών σε Ελλάδα και εξωτερικό χρησιμοποιώντας σύγχρονες μεθόδους προώθησης. Στον τομέα αυτό έχουν ήδη αποδειχθεί αρκετά επιτυχημένοι με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό πρόβλημα: την έλλειψη πρώτης ύλης. Αυτό οφείλεται στο ότι,  σε αντίθεση με την εσωτερική αγορά όπου ένας μικρός παραγωγός μπορεί να διακινήσει το σύνολο της παραγωγής του μέσα από λίγα καταστήματα τροφίμων, στο εξωτερικό οι αγορές είναι πολύ μεγαλύτερες και βασίζονται σε δίκτυα διανομής και όχι συνήθως σε απευθείας σχέση με τον παραγωγό, εκτός και αν αυτός έχει την δυνατότητα να παράγει προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες. 

Επεξεργασία αρωματικών φυτών στις εγκαταστάσεις της ΑΝΘΗΡ Α.Β.Ε.Ε., στο Αγρίνιο (www.anthir.eu). Φωτογραφία - Έκτορας Αποστολίδης. 

Τα φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά έχουν ορισμένα πλεονεκτήματα ως προϊόντα. Σε αντίθεση με τα νωπά προϊόντα που πρέπει να πωληθούν άμεσα διότι αλλοιώνονται γρήγορα, τα αρωματικά φυτά μπορούν μετά την ξήρανσή τους  να διατηρηθούν  για μεγάλο διάστημα,  δίνοντας έτσι στον παραγωγό τη δυνατότητα  να αναζητήσει αγορές γι’ αυτά  χωρίς ασφυκτική πίεση χρόνου. Επίσης τα φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά έχουν πολλαπλές χρήσεις (άρτυμα, ρόφημα, αιθέριο έλαιο) αυξάνοντας έτσι την ευελιξία του παραγωγού στην αναζήτηση αγορών. Οι χρήσεις τους μάλιστα αυξάνονται με το χρόνο αφού η έρευνα τους προσθέτει συνεχώς  νέες ιδιότητες. Εξάλλου δεν έχουν μεγάλες εισροές αφού δεν χρειάζονται φυτοφάρμακα και έχουν μικρές ανάγκες σε νερό και λίπανση. Ουσιαστικά η μόνη τους σημαντική εισροή είναι τα εργατικά χέρια που απαιτούνται για την ζιζανιοκτονία και για την συλλογή αλλά και αυτά μπορούν να μειωθούν με τη χρήση μηχανικών μεθόδων καλλιέργειας, τουλάχιστον σε ένα βαθμό. Τέλος, μπορούν εύκολα να καλλιεργηθούν βιολογικά, με αποτέλεσμα να αποκτούν προστιθέμενη αξία και ταυτόχρονα να αποφεύγουν τον ανταγωνισμό από την ελεύθερη συλλογή.

Τι γίνεται όμως με τις αγορές; Η ζήτηση των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών είναι μεγάλη και διαρκώς αυξάνεται. Η βλάβη στην υγεία που έχει προκληθεί από τον σύγχρονο τρόπο ζωής έχει στρέψει τους καταναλωτές στα προϊόντα που συμβάλλουν στην βελτίωσή της, αφού είναι ο μόνος παράγοντας που μπορούν να μεταβάλλουν, καθώς η διαμονή σε μεγάλες πόλεις δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Η στροφή αυτή στην κατανάλωση έχει γίνει αντιληπτή πλέον και από την ύπαρξη σε παγκόσμιο επίπεδο χιλιάδων εκπομπών για την παραγωγή και τη χρήση τους, άρθρων σε περιοδικά, βιβλίων αλλά και την παρουσία όλο και περισσότερων νέων προϊόντων και στο χώρο της διατροφής αλλά και στο χώρο της υγείας. Τα κέντρα μάλιστα επιστημονικής έρευνας έχουν στρέψει τις μελέτες τους στη χρήση των φαρμακευτικών φυτών ως συντηρητικών τροφίμων, κάτι που θα ανοίξει ακόμα περισσότερο την αγορά στο μέλλον. Ήδη έχει αναγνωριστεί η αξία της ρίγανης ως αντιβιοτικού και προστίθεται στα σιτηρέσια των βιολογικών εκτροφών ζώων. Η στροφή μάλιστα σε βιολογικές μεθόδους καλλιέργειας έχει στρέψει την έρευνα και στη δημιουργία φυτοφαρμάκων με πρώτη ύλη που προέρχεται από τα ΦΑΦ. Εξετάζοντας τώρα την παραγωγή σε εθνικό επίπεδο βλέπουμε πως η χώρα μας (που ευνοείται λόγω κλίματος στην παραγωγή αυτών των προϊόντων) εξάγει μόλις 600 τόνους ξηράς δρόγης τον χρόνο όταν η γειτονική Αλβανία φτάνει τους 7000 και η Γερμανία -που σαφώς δεν έχει το κατάλληλο κλίμα για τα περισσότερα από αυτά τα φυτά- εξάγει 44.000! Επομένως η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής είναι πολύ μεγάλη.

Εξετάζοντας τώρα το θέμα από την πλευρά του παραγωγού θα πρέπει να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις. Στον Τύπο έχουν υπάρξει πολλά άρθρα τα οποία -προσπαθώντας να προσελκύσουν αναγνώστες- αναφέρουν πως η καλλιέργεια των φυτών αυτών μπορεί να αποφέρει κέρδη 2.500 Ευρώ το στρέμμα. Το ποσό αυτό είναι -κατά τη γνώμη μου- πολύ υψηλό και αδύνατο να επιτευχθεί όχι μόνο από τα αρωματικά φυτά αλλά και οποιαδήποτε καλλιέργεια ως ΚΑΘΑΡΟ κέρδος, αφού δηλαδή αφαιρεθούν τα έξοδα -και πάντα μιλώντας για διάθεση του προϊόντος χωρίς κάποια τυποποίηση και συσκευασία. Στην περίπτωση που το προϊόν αποκτήσει προστιθέμενη αξία μέσω της πιστοποίησης (βιολογικό) και της συσκευασίας τότε αυξάνεται φυσικά το στρεμματικό κέρδος.  Επίσης και η  ποιότητα του προϊόντος είναι ένας παράγοντας που μπορεί να αυξήσει την αξία του και επομένως το κέρδος του παραγωγού. Πότε λοιπόν συμφέρει η καλλιέργεια των ΦΑΦ; Αν ο παραγωγός έχει τη δυνατότητα να καλλιεργήσει σε μεγάλη έκταση και μάλιστα περισσότερα του ενός προϊόντα μπορεί να έχει καλό κέρδος, ακόμα και αν τα πουλήσει χωρίς να τα συσκευάσει. Αν όμως η έκταση είναι μικρή τότε -για να είναι ικανοποιητικό το κέρδος αλλά και για να μειώσει το κόστος- καλό θα ήταν να δημιουργηθεί ομάδα παραγωγών. Μέσα από μια ομάδα μπορεί να αυξηθεί η συνολική ποσότητα του παραγόμενου προϊόντος, να αυξηθούν τα είδη που καλλιεργούνται, να αγοραστούν από κοινού μηχανήματα καλλιέργειας  και επεξεργασίας του προϊόντος, να μοιραστούν τα έξοδα των υλικών που απαιτούνται αλλά και να καλυφθούν τα έξοδα αγοράς τεχνογνωσίας και στον τομέα της καλλιέργειας αλλά και στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας.

Τελικός έλεγχος της καλλιέργειας πριν την συγκομιδή. Φωτογραφία - Έκτορας Αποστολίδης.

Η καλλιέργεια των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών έχει μέλλον και μπορεί να αποφέρει κέρδος στον παραγωγό. Πρέπει όμως να γίνει με προγραμματισμό και ομαδική δουλειά και πάνω απ’ όλα με αγάπη ώστε να αντιμετωπιστούν οι τυχόν δυσκολίες, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα, όπως και με κάθε καλλιέργεια. 


Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Biomag τεύχος 1